ΜΑΡΚΙ
Το Μαρκί είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 310 μέτρων. Το τοπίο του χαρακτηρίζεται από λοφώδη τοπογραφία και είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του Αλυκού, παραπόταμου του Πηδιά. Περί τα 2 χιλιόμετρα νότια του οικισμού το υψόμετρο φθάνει τα 412 μέτρα (κορφή Πυρός).
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι λάβες του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους και οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν φαιοχώματα και ασβεστούχα εδάφη.
Στην περιοχή του καλλιεργούνται κυρίως τα σιτηρά και τα νομευτικά φυτά. Η κτηνοτροφία αποτελεί επίσης βασική απασχόληση των κατοίκων του χωριού.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Μαρκί συνδέεται στα βόρεια με το χωριό Τσέρι (περί τα 5,5 χμ.), στα νοτιοανατολικά με το χωριό Κοτσιάτης (περί τα 3 χμ.), και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Καταλιόντας (περί τα 4,5 χμ.).
Το χωριό υφίστατο από τα Μεσαιωνικά χρόνια. Κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας ήταν φέουδο, άγνωστο όμως σε ποιόν ανήκε. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Mongi, ως Morgi και ως Margi.
Ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) μνημονεύει το χωριό ως φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, γράφοντας την ονομασία του ακριβώς Margi.
Για την ονομασία του χωριού, ο Ν. Κληρίδης υποστηρίζει ότι προήλθε από το είδος του εδάφους στην περιοχή του, την μάργα (μείγμα αργίλλου και ασβεστίου), όπως συνέβη και με το χωριό Μαρκό. Ωστόσο φαίνεται πιθανώτερο ότι η ονομασία του χωριού είναι φράγκικης προέλευσης, ίσως από το οικογενειακό επίθετο του φεουδάρχη ιδιοκτήτη της περιοχής, πράγμα που φαίνεται να αποδέχεται ο Σίμος Μενάρδος. Οι Τούρκοι κάτοικοί του ονόμαζαν το χωριό Kucuk Koy, που σημαίνει μικρό χωριό.
Εφόσον το χωριό υφίστατο και πριν από την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71), σημαίνει ότι τούτο εκατοικείτο αρχικά από Έλληνες. Ο εκτουρκισμός του έγινε σταδιακά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το 18ο αιώνα, πάντως, αναφέρεται ότι μεταξύ των κατοίκων του υπήρχαν και λίγοι Μαρωνίτες.